Η χειροβομβίδα βρισκόταν στο ίδιο σημείο στις Σέρρες από τα χρόνια του εμφυλίου (συμμοριτοπολέμου). Μαθητές δημοτικού έπαιζαν και δεν μπ...
Η χειροβομβίδα βρισκόταν στο ίδιο σημείο στις Σέρρες από τα χρόνια του εμφυλίου (συμμοριτοπολέμου). Μαθητές δημοτικού έπαιζαν και δεν μπορούσαν να φανταστούν αυτά που έμελλε να ακολουθήσουν…
12 Μαρτίου του 1957, ημέρα Τρίτη μιας ανοιξιάτικης ηλιόλουστης ημέρας. Δημοτικό σχολείο Ηράκλειας, ώρα περίπου 11,30 το πρωί. Τέσσερα αγόρια της Γ’ τάξης ξεχύνονται στο δρόμο με τις σάκες κρεμασμένες, κυνηγώντας ο ένας τον άλλον, τρέχοντας προς το μαχαλά τους.
Μέσα στο μισοσκόταδο, ο Λάκης, ο Δημήτρος κι εγώ, διαλέγαμε αυτά που θα παίρναμε. Εγώ και ο Δημήτρος πήραμε κάποια ξύλα που είχαν πάνω τους κολλημένα σίδερα, ενώ ο Λάκης πήρε μαζί του τρεις ή τέσσερις χειροβομβίδες που ήταν σκορπισμένες στο έδαφος. Βγήκαμε έξω και καθίσαμε μέσα σε ένα αυλάκι στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο σπίτι μου, σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων πίσω από το κτήριο της αστυνομίας.
Τότε είδα τις χειροβομβίδες που κρατούσε ο Λάκης, που είχε ήδη αρχίσει να τις σκαλίζει ώστε να ανοίξουν για να βγάλει το μπαρούτι, ενώ εγώ με το Δημήτρο προσπαθούσαμε να βγάλουμε τα σίδερα από τα ξύλα. Τότε ήρθε και ο Θωμούλης, κρατώντας μία φέτα ψωμί και στάθηκε όρθιος στην άκρη του αυλακιού. Ξαφνικά μου ήρθε στο νου πως όταν πριν λίγο καιρό παίζαμε κρυφτό, είχα μπει στο πολυβολείο μαζί με το γιο του αστυνόμου Κυριακού που υπηρετούσε τότε στην Ηράκλεια.
Αυτός τότε, μου είχε δείξει τις χειροβομβίδες και μου είπε ότι είχαν μείνει εκεί από τον εμφύλιο πόλεμο και ότι «σκάνε». Το είπα αυτό στο Λάκη, που στο μεταξύ συνέχιζε να σκαλίζει τις χειροβομβίδες, για να προσέχει. Τότε ο Λάκης έδωσε τη χειροβομβίδα που είχε στα χέρια του στο Θωμούλη, που στεκόταν ακόμη όρθιος στην άκρη του αυλακιού, δίπλα μου και του είπε: «Πέτα την στο δρόμο Θωμούλη, για να δείτε ότι δεν γίνεται τίποτα».
Φοβήθηκα και είπα στο Θωμούλη που ετοιμαζόταν να την πετάξει «Περίμενε να φύγω πρώτα» και σηκώθηκα για να απομακρυνθώ. Δεν πρόλαβα να κάνω δυο βήματα, όταν άκουσα την έκρηξη. Τα αυτιά μου ξαφνικά βούλωσαν κι ένοιωσα να καίγομαι. Στρέφοντας τρομοκρατημένος το βλέμμα μου, είδα τους φίλους μου ανάμεσα στη σκόνη που ξεσήκωσε η έκρηξη…
Αρχισα να τρέχω με όση δύναμη είχα και από την αυλή του σπιτιού του Βοζίκη, βγήκα στην πίσω πλευρά και κρύφτηκα πίσω από το σπίτι μου. Από εκεί, έβλεπα τον κόσμο να τρέχει και να συγκεντρώνεται στον τόπο της έκρηξης, καθώς και τη μάνα μου που έκλαιγε και φώναζε. Βρισκόμουν σε κατάσταση πανικού και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.
Τότε αντιλήφθηκα ότι έτρεχε αίμα από το δεξί μου χέρι, ενώ από την αριστερή πλευρά έλειπε ολόκληρο το μανίκι από το παλτό μου. Άρχισα να κλαίω. Ξαφνικά ένιωσα να μου χαϊδεύουν τα μαλλιά. Ήταν ο παππούς μου. Με έπιασε από το χέρι και με πήγε σπίτι.
Ο πατέρας μου με πήγε αμέσως στο νοσοκομείο στις Σέρρες. όπου στο χειρουργείο μου αφαίρεσαν τα υπολείματα της βόμβας από το σώμα μου και μου έκαναν αρκετές ακόμη εξετάσεις. Αργά το απόγευμα γυρίσαμε στην Ηράκλεια.
Ο ήχος από την έκρηξη τράνταξε όλη την πόλη και όλοι όσοι βρίσκονταν στην Ηράκλεια, θυμούνται εκείνη την τραγική ημέρα. Δεν θέλησα να περιγράψω με λεπτομέρειες τις εικόνες που αντίκρυσα, όταν γύρισα τότε να κοιτάξω πίσω. Παρόλο που οι εικόνες αυτές έχουν χαραχθεί βαθιά στη μνήμη μου, μου είναι ακόμη δύσκολο και οδυνηρό να αποτυπώσω όσα αντίκρυσα.
Ίσως πάλι δεν θέλω να θυμάμαι με αυτόν τον τρόπο τους φίλους μου, αλλά προτιμώ να θυμάμαι τις αθώες και γεμάτες παιχνίδι στιγμές που ζήσαμε σαν ομάδα. Αυτή είναι «η ιστορία της βόμβας», που συγκλόνισε την Ηράκλεια του 1957. Η ιστορία που κουβαλώ από τότε στην ψυχή μου, όπου έχουν τη δική τους ξεχωριστή θέση οι παιδικοί αγαπημένοι μου φίλοι» τονίζει στο epiloges.tv…
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.