Στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία με τον όρο Ιερά Συμμαχία, ή Μεγάλη Συμμαχία, φέρεται ιδιαίτερα η μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ιστορική, μυσ...
Στη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία με τον όρο Ιερά Συμμαχία, ή Μεγάλη Συμμαχία, φέρεται ιδιαίτερα η μετά την ήττα του Ναπολέοντα, ιστορική, μυστική αρχικά, τριμερής συνθήκη που συνήφθη μεταξύ των Αυτοκρατόρων Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας, Φραγκίσκου Α' της Αυστρίας και του Βασιλέα Φρειδερίκου Γουλιέλμου Γ΄ της Πρωσίας, (νικητές των ναπολεόντειων πολέμων) την οποία συνομολόγησαν και υπέγραψαν αυτοπροσώπως, στο Παρίσι στις 14/26 Σεπτεμβρίου(ν.ημερ) του 1815, δηλαδή περίπου τρεις μήνες μετά την λήξη του Συνεδρίου της Βιέννης(Ιούνιος 1815). Στη συμμαχία αυτή προσχώρησε το ίδιο έτος και η Αγγλία ενώ με την επιμέρους λεγόμενη συνθήκη «Αιξ λα Σαπέλ» του 1818 προσχώρησε και η Γαλλία.
H Ελληνική Επανάσταση εξερράγη υπό τους δυσμενέστερους οιωνούς: εφτά χρόνια μετά το Βατερλό, από την Ιβηρική Χερσόνησο ως την Ιταλία η Ευρώπη σείεται με εξεγέρσεις που απειλούν τα μοναρχικά καθεστώτα της. Μάλιστα ακριβώς την ίδια περίοδο (Ιανουάριος - Μάρτιος 1821) η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης βρήκε τους εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων να συνεδριάζουν στο Λάιμπαχ για το πώς η Ιερά Συμμαχία θα καταστείλει τα απελευθερωτικά κινήματα στη Νεάπολη και στο Πεδεμόντιο. Και ενώ η καταστολή αυτών των κινημάτων δεν έμοιαζε δύσκολη υπόθεση για τις πανίσχυρες ευρωπαϊκές απολυταρχίες, η ελληνική περίπτωση τις γέμιζε ανησυχίες γιατί απειλούσε την πολυπόθητη ισορροπία για την ευρωπαϊκή ήπειρο μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα και απαιτούσε νέα στρατηγική και διπλωματία για τη διατήρηση της τάξης. Ο λόγος που η Ελλάδα αποτελούσε ξεχωριστή περίπτωση ανάμεσα στα επαναστατικά κινήματα της εποχής ήταν όχι ένας, αλλά δύο: πρώτον, η Ελλάδα αποτελούσε γέφυρα ανάμεσα στις δύο ηπείρους και, δεύτερον, η ανατροπή του status quo με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιουργούσε νέες και απρόβλεπτες δυναμικές στην περιοχή. H τύχη του μεγάλου ασθενούς, όπως είχε καθιερωθεί να αποκαλείται η εξουσία που εκπροσωπούσε η Υψηλή Πύλη, βρέθηκε ξανά στο επίκεντρο της προσοχής των Μεγάλων Δυνάμεων. Το Ανατολικό Ζήτημα έγινε ξανά διεθνές.
Ξένοι με τη θάλασσα οι Τούρκοι, χρησιμοποιούσαν άγγλους αξιωματικούς στα πληρώματα - αναφέρεται μάλιστα ότι πάνω από ογδόντα βρήκαν τον θάνατο τη στιγμή της πυρπόλησης της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κανάρη. Γνωστή είναι άλλωστε και η βοήθεια που προσέφεραν στον ανεφοδιασμό των Τούρκων σε διάφορες πολιορκίες οι άγγλοι πρόξενοι που μετατρέπονταν άλλοτε σε κατασκόπους και άλλοτε σε αντιπροσώπους εμπορικών εταιρειών εφοδιάζοντας με αγαθά και πολεμικό υλικό την Υψηλή Πύλη (Κυριάκου Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21, Αθήνα 1979, τ. A´, σ. 25). Κατά τον ιστορικό C.W. Crawley (The Question of Greek Independence. Α study of British policy in the Near East 1821-1833, Cambridge 1930, p. 5.), οι Αγγλοι υπήρξαν επί τρεις γενεές φιλότουρκοι απλώς και μόνο επειδή μισούσαν τους Ρώσους. Την ίδια στιγμή φοβόντουσαν μήπως αναβιώσει ο γαλλικός κίνδυνος και επιδίδονταν σε περίπλοκους διπλωματικούς ελιγμούς προκειμένου να εξασφαλίσουν ρυθμιστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο που θα ακολουθούσε μια ενδεχόμενη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
H Αγγλία
Ο γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Cousinιry το 1822 αναφέρει λεπτομερώς σε υπόμνημά του προς το γαλλικό υπουργείο των Εξωτερικών τους λόγους που οδήγησαν την Αγγλία στο να υιοθετήσει τη συγκεκριμένη και χωρίς προσχήματα εχθρική στάση απέναντι στην ελληνική εξέγερση. Στο αναγεννώμενο ελληνικό έθνος η Αγγλία αναγνώρισε μια ναυτική δύναμη, έναν αντίπαλο που έπρεπε να πνιγεί στο λίκνο του (βλ. Democratie Iliadou, Les Balkans jouet de la pratique des Puissances europeennes pendant les XVIII et ΧΙΧ Siecles,Balkan Studies, Thessaloniki, τ. 16, 1975, σ. 175).
H Γαλλία
Αλλά και η Γαλλία, καίτοι αντίπαλος της Αγγλίας, δεν κράτησε εξαρχής ευνοϊκή στάση απέναντι στους εξεγερμένους Ελληνες. Από τη μια το κοινό της δέος με την Αγγλία σε ό,τι αφορούσε πιθανή κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο και από την άλλη η εμπορική της ανταγωνιστικότητα με το ελληνικό ναυτικό που έφερνε τους έλληνες εμπόρους σε κάθε γωνιά και αγορά της οθωμανικής Ανατολής, συνιστούσαν, αμφότεροι, ισχυρούς λόγους αντιπάθειας σε κάθε ελληνική προσπάθεια για ανεξαρτησία. Χώρια που οι Γάλλοι τον Αγώνα των Ελλήνων δεν τον είδαν ως απελευθερωτικό, αλλά ως μια ανταρσία, μια απείθεια κατά της καθεστηκυίας τάξης που άξιζε γι' αυτό να τιμωρηθεί και να περιορισθεί εν τη γενέσει της. H γαλλική μοναρχία είχε πολύ νωπή στη μνήμη της ακόμη την πληγή της γαλλικής Επανάστασης και ανησυχούσε «για την τρομακτική πρόοδο των νέων ιδεών που εκδηλώνονταν κάθε φορά υπό τον μανδύα του ανθρωπισμού» (G. Vautier, Le Mouvement Philhellène en France sous la Restauration, περ. «L'Acropole», 1926, σ. 213).
H Αυστρία
Εκείνη που πάντως δεν επρόκειτο να προκαλέσει έκπληξη με τη στάση της ήταν η Αυστρία. Για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική του καγκελαρίου Μέτερνιχ που επιθυμούσε να πνίξει κάθε ιδέα φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος διακυβέρνησης της χώρας και καταδυνάστευσης των λαών, η ελληνική υπόθεση αποτελούσε επικίνδυνο παράδειγμα γιατί μπορούσε να προκαλέσει την εξέγερση και άλλων υποδούλων, χωρίς να εξαιρούνται ακόμη και οι δικοί της. H ωμή διατύπωση του ίδιου: «Εξω από τα ανατολικά μας σύνορα τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες κρεμασμένοι, στραγγαλισμένοι ή παλουκωμένοι δεν είναι δα και σπουδαίο πράγμα» (βλ. Curt Erler, Der Philhellenismus in Deutschland, 1821-1829, Duesseldorf, 1906, σ. 7), συνόψιζε τη σκληρότητα του σκοταδιστή Μέτερνιχ που ακόμη και οι ομόγλωσσοί του, γερμανοί φιλελεύθεροι, τον αποκαλούσαν κατ' εκτροπήν εκφώνησης του ονόματός του Mitternacht («μεσονύκτιο»).
Φυσικά τον φόβο από μια πιθανή ρωσική επέκταση στον Νότο συμμεριζόταν και η Αυστρία. Γι' αυτό, ακόμη και όταν το 1825 η Βιέννη υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει την ελληνική ανεξαρτησία, ο λόγος ήταν ένας: η εξουδετέρωση της ρωσικής επιρροής. H απομάκρυνση του Καποδίστρια δύο χρόνια νωρίτερα από τη θέση του στο ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών, έργο συστηματικής υπόσκαψής του από τον Μέτερνιχ, διευκόλυνε εξίσου τα αυστριακά όσο και τα τουρκικά συμφέροντα, γεγονός που αναγνωρίστηκε από την Υψηλή Πύλη. Σε συνομιλία (βλ. αναφορά προς Μέτερνιχ, 10 Μαΐου 1823 στο έργο Philip Argenti, Diplomatic Archive of Chios 1577-1841, Cambridge 1954, τ. A´, σ. 449) του Χοσρέφ πασά με τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη Franz Xavier Freiherr von Otenfels-Gswind διερμηνευόταν η ευγνωμοσύνη του σουλτάνου για τη συγκεκριμένη και άλλες σημαντικές εκδουλεύσεις της αυστριακής αυτοκρατορικής Αυλής προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
H Ρωσία
Και τώρα ερχόμαστε στην περίπτωση της Ρωσίας που, ως ομόθρησκη χώρα, φαινόταν ο φυσικός προστάτης των Ελλήνων. Φαινόταν, αλλά δεν ήταν, ανεξάρτητα από τον ρόλο που της απέδωσαν και τη στάση τελικά που υιοθέτησε η ρωσική εξωτερική πολιτική κατά του σταθερού εχθρού της, των Τούρκων. Οι τσάροι στην πραγματικότητα είχαν από τη μια να αντιμετωπίσουν μια εχθρική Τουρκία και από την άλλη έναν συνασπισμό αγγλογαλλικών συμφερόντων που απειλούσε να εισέλθει στη Βαλκανική μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Βέβαια, η εξέλιξη των πραγμάτων στη συνέχεια προσέλαβε νέα δυναμική και παρά το ότι η Ρωσία, επηρεασμένη από τον Μέτερνιχ, αποκήρυξε το κίνημα του Υψηλάντη, ο απαγχονισμός του Πατριάρχη και οι σφαγές στην Πόλη μετέβαλαν τη ρωσική πολιτική, αν και όχι δραστικά στην αρχή. Εκείνο πάντως το οποίο ως γεγονός αποτέλεσε σταθερό παράγοντα ενθάρρυνσης των βαλκανικών λαών ήταν η μόνιμη ρωσοτουρκική αντιδικία που, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, παρέσυρε τη Ρωσία σε πόλεμο κατά της Τουρκίας ενώπιον μιας Ευρώπης έκπληκτης μπροστά στις απροσδόκητες, γι' αυτήν, εξελίξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.