Προς τον Τούρκο αρχιστράτηγο Χουρσίτ Πασά, το 1822, όταν του παράγγειλε να πάει να τον προσκυνήσει στην Λάρισα: «Μου γράψεις ένα μπου...
«Μου γράψεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κ εγώ πασσά μου, ρώτησα τον π…..ν μου τον ίδιον,
κι αυτός μου αποκρίθηκε να μη σε προσκυνήσω κι αν έλθεις κατ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω»!
ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ
Γεννήθηκε στην Σκωληκοκάρυα Άρτης το 1782. Η μητέρα του ήταν μοναχή, από σπίτι ονομαστών Αρματολών και ο πατέρας του, μάλλον, ήταν ο Δημήτρης Καραίσκος. Το ότι ήταν νόθος, ποτέ δεν προσπάθησε να το κρύψει, αντίθετα έλεγε ότι: «Καθώς η φύση δέχεται τα κεντρώματα και δείχνει τα μπολιασμένα δέντρα πλειό καλά από τ’ άγρια, έτσι κι ο Θεός κάνει πολλές βολές τα μπά- σταρδα παιδιά πλειό άξια από τ’ άλλα, τα γνήσια».
Τον φώναζαν «ο γιος της καλογριάς» και ήταν υπερήφανος για την καταγωγή του και για την δυναμική μητέρα του. Από μικρό παιδί πήρε τα όπλα, είτε ως μισθοφόρος του Αλή Πασά είτε ως Κλέφτης. Το 1798 ο Αλή Πασάς τον συλλαμβάνει και τον κλείνει 2 χρόνια στην φυλακή Ιωαννίνων. Δραπετεύει και εντάσσεται στο σώμα των Κλεφτών Κατσαντωναίων, όπου εκεί διαπρέπει με την τόλμη του και την φιλοτιμία του.
Νεαρός παντρεύεται την όμορφη Γκόλφω, από την οικογένεια των Ψαρογιανναίων, την οποία λάτρευε ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής του.
Ο Καραϊσκάκης ήθελε να έχει την διοίκηση των Αγράφων, για να μπορεί να κρατήσει ανεξάρτητη την Ρούμελη και να σταματήσει από μέρους των Τούρκων, το κυνήγι των Κλεφτών. Όταν το 1822 η Κεντρική Διοίκηση θέλησε να διαλύσει το αρματολίκι και τους Κλέφτες, και να έχει μόνο τακτικό στρατό, χωρίς όμως να στείλει ενισχύσεις στην Ρούμελη, ο Καραϊσκάκης ζήτησε βοήθεια από τον Ομέρ Βρυώνη, για να προφυλάξει τον τόπο που γεννήθηκε και έζησε, τ’ Άγραφα, ως Καπετάνιος. με τα λεγόμενα «καπάκια», τα οποία ήσαν ψεύτικη συνεννόηση που έκαναν συνήθως, μια ψεύτικη «υπογραφή υποταγής», για να ξεγελάνε τους Τούρκους και να κερδίζουν προνόμια για τους σκλαβωμένους Έλληνες. Με αυτή την αφορμή και την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας» και ως «επίβουλο της Πατρίδος», ο Αλ. Μαυροκορδάτος (που θα πει «μαυρόψυχος»), τον συλλαμβάνει, τον αλυσοδένει και τον φυλακίζει. Και αποφασίζει την σύσταση Επιτροπής στρατιωτικού δικαστηρίου για να τον δικάσει, με δικούς του δημόσιους κατήγορους, δήθεν εκ μέρους της Διοικήσεως, που θα ζητούσαν την τιμωρία του, για «επιβουλή κατά της Πατρίδος, του Έθνους και του Νόμου της Επιδαύρου». Γι’ αυτά τα «εγκλήματα» βγάζουν προκήρυξη, με την οποία αποφασίζεται η ενοχή του, «χωρίς δικαίωμα του κατηγορουμένου της απολογίας του και να προσαγάγει τους υπέρ αυτού μάρτυρας»! Έτσι, μ’ αυτή την απόφαση της «προσωρινής Διοικήσεως», στερείται όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του, τον διατάζουν να φύγει από το Ανατολικό και παραγγέλνουν στους πάντες «να παύσουν να έχουν την οποιαδήποτε επικοινωνία μ’ αυτόν που αμάρτησε», τον οποίοι θεωρούν εχθρό του Έθνους, έως ότου ζητήσει συγχώρεση.
Η κατάσταση της υγείας του επιβαρύνεται μ’ αυτή την ηθική προσβολή, αλλά η δύναμη της ψυχής του είναι τόσο μεγάλη που κατορθώνει να επιβιώσει, παρά την καταδίωξη που υπέστη από «Έλληνες» και Τούρκους, που τον είχαν αποκηρύξει.. Τελικά, όλοι καταλαβαίνουν το τραγικό λάθος τους, λόγω της τεράστιας αγάπης που έχει από όλους τους Αγωνιστές, βλέπουν την φιλοπατρία του, τον πόθο του για την Λευτεριά του Έθνους, την ευρωπαϊκή φήμη του μέσω των φιλελλήνων, την ανδρεία του, τις επιτυχίες του σε όλες τις επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων και τον δέχονται ως Οπλαρχηγό στην επαρχία των Αγράφων, τον κατατάσσουν στον τακτικό στρατό και του δίνουν πολεμοφόδια
(ποτέ όσα του χρειάζονται πραγματικά).
Αυτό που δεν του συγχωρούν είναι η… αχαλίνωτη γλώσσα του, το ότι τους σαρκάζει και ότι θέλει ανεξάρτητος να οργανώνει τους Αγωνιστές στρατιώτες του. Έχει εκπληκτικές στρατιωτικές και οργανωτικές ικανότητες, διατηρεί την τάξη στο Σώμα του και την πειθαρχία, μαζεύοντας άτακτα στίφη Κλεφτών από τα βουνά της Ρούμελης, της Ηπείρου, αλλά και από τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, δημιουργώντας εκλεκτά εμπειροπόλεμα τάγματα. Με φοβερές στερήσεις τροφών, σχεδόν λιμοκτονούντες, με έλλειψη ζωοτροφών, κανονιών και μπαρουτιού, χωρίς ίχνος μισθοδοσίας από την κυβέρνηση των πολιτικών, με κρύο, βροχές, χιόνια και κακουχίες, βαδίζοντας νύχτες σε δύσβατους δρόμους και την ημέρα να κρύβονται στα δάση, κατόρθωσε με τους στρατιώτες του να κάνει Ηρωϊκούς Αγώνες. Με υπεράνθρωπες δυνάμεις και προσπάθειες και με τις Πολεμικές Αρετές τους, κατακτούν την Δόξα και κερδίζουν την εκτίμηση και την αγάπη όλων των Ελλήνων.
Ο Καραϊσκάκης γίνεται ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων, αναγνωρίζεται η ειλικρινής αφοσίωσή του στο Έθνος και διορίζεται Γενικός Αρχηγός της Στερεάς Ελλάδος. Κάνει νικηφόρες μάχες στο Μεσολόγγι, στην Αράχωβα, στο Δίστομο, στα Σάλωνα, το Καρπενήσι, στην Βόνιτσα, στο Βρα- χώρι, στον Άγιο Βλάση, στα στενά του Μακρυνόρους, το Τουρκοχώρι, το ΚομπόΓι, το Βασιλιάδι, μέχρι την Κορινθία και την Αργολίδα στον Μωριά, στο Χαϊδάρι, στο Κερατσίνι, την Μονή Αγίου Σπυρίδωνα και τον Πειραιά.
Φυσικά, δεν αργούν να εμφανιστούν οι αντιζηλίες με άλλους Οπλαρχηγούς, οι διχόνοιες, οι διαφορές του με την κυβέρνηση για τους ξένους, που εντελώς βλακωδώς αν όχι επίτηδες, διορίζει «ναύαρχους» και «αρχιστρατήγους». Συγκρούεται κυρίως με τους Άγγλους, Κόχραν και Τζωρτζ, οι οποίοι πληρώνονται αδρά από το Ελληνικό Κράτος, όμως «δουλεύουν» υπογείως για τα αγγλικά συμφέροντα, ακόμα και με μυστικές συνεννοήσεις με τους Τούρκους. Εχει να αντιμετωπίσει έχθρες, συκοφαντίες, αλλά και προβλήματα με τον στρατό του. Οι νυχτοπορίες, ο παγετός, η υγρασία και κυρίως η πείνα, μαζί με την έλλειψη νερού και φαρμάκων, φέρνουν αγανάκτηση και απροθυμία, ώστε να προκαλέσουν λιποταξία μερικών στρατιωτών. Όταν ζητάει βοήθεια, γράφοντας στην Διοίκηση «να προβλέψει όσον τάχος με τας αναγκαίας τροφάς, διότι τας άλλας κακουχίας τας υποφέρει ο άνθρωπος, την δε πείνα δεν δύναται, ότι η βία της είναι ακαταμάχητος», και να του στείλουν ζωοτροφές «και κριθάρι διά το ιππικόν, ότι δεν έχομεν ούτε κλονί», οι πολιτικοί είτε αδιαφορούν, είτε του στέλνουν πότε πότε λίγα ψίχουλα. Μαθαίνει μάλιστα ότι «τα φιλελληνικά χρηματικά μέσα, τα δίνουν για τους μισθοφόρους, άνανδρους και φοβιτζιάρηδες πληρωμένους «ταλλαρίσιους», που είναι «δικοί» και φίλοι των Άγγλων και στα κομματικά όργανα των δυνατών και αφήνουν τον δικό του στρατό που πολεμάει, 1 χρόνο απλήρωτο και νηστικό»!(Από τότε οι πολιτικοί ήσαν ξενόδουλοι, κυρίως αγγλόδουλοι και διεφθαρμένοι!).
Στις 4 τα ξημερώματα, ημέρα Σάββατο, ανήμερα της Γιορτής του, (του Αγίου Γεωργίου) 23 Απριλίου 1827, μετά από φριχτούς πόνους και αφού εξομολογήθηκε και κοινώ- νησε των αχράντων μυστηρίων,υπέγραψε την διαθήκη του, χαιρέτησε όλους τους συναγωνιστές του και εξέπνευσε. Ζήτησε να θαφτεί από χέρια φίλων και συναγωνιστών του «σε μια Εκκλησιά όπου τα χώματά της θα είναι Λεύτερα, όχι πατημένα από Τούρκους». Τον μετέφεραν στην Σαλαμίνα, στην Κούλουρη, όπου ετάφη στον Άι-Δημήτρη, «μέσω θρήνων και κλαυθμών, με λυπηράν ψαλμωδία του κλήρου, με γοεράς κραυγάς του πλήθους διά τον χαμό του πατέρα και σωτήρα του». Έκλαψε όλη η Ελλάδα όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του. Ποτέ κάποιον Έλληνα δεν θρήνησαν και δεν πένθησαν απαρηγόρητα, απλοί πολίτες και συναγωνιστές, όπως τον Καραϊσκάκη. Ήταν έστω μια μικρή ηθική «αποζημίωση» για την τεράστια προσφορά του στον Αγώνα της Λευτεριάς, αφού είχε ορκιστεί να ζήσει ή να πεθάνει ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ!
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.