Στα 1880 η Αθήνα και ιδιαίτερα το κέντρο της ήταν κάτι σαν την σημερινή: επικίνδυνη να κυκλοφορήσει κανείς, ιδανική για χάνονται/καταστρέφον...
Στα 1880 η Αθήνα και ιδιαίτερα το κέντρο της ήταν κάτι σαν την σημερινή: επικίνδυνη να κυκλοφορήσει κανείς, ιδανική για χάνονται/καταστρέφονται αντικείμενα και άνθρωποι. Τις μέρες εκείνες η Αθήνα θεωρείτο από τις πλέον ελλιπώς αστυνομευόμενες ευρωπαϊκές καθότι, σε αντίθεση με τη σημερινή Αθήνα, η Αστυνομική Διεύθυνση του 1880 απασχολούσε μετά βίας 200 άνδρες.
Και επειδή το ψάρι μυρίζει από το κεφάλι, η Ελλάδα εκείνη την περίοδο είχε την τύχη -σε κάποιους τομείς- να έχει πρωθυπουργό τον μουστάκια μεσολογγίτη Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Χάρης, λοιπόν, έπαιζε στα χέρια τα νομικά, έχοντας ξεκοκαλίσει το ελληνικό και γαλλικό δίκαιο και μαθαίνοντας απ’ έξω τον Μοντεσκιέ, τον Σπένσερ και τον Δαρβίνο. Καλοί οι νόμοι αλλά για να εφαρμοστούν έπρεπε να βρεί έναν άνθρωπο της προκοπής και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καλύτερη ίσως επιλογή από τον αγριάνθρωπο σουλιώτη Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.
Ο Μπαϊρακτάρης όμως δεν ήταν αστυνομικός αλλά ταγματάρχης στον Ελληνικό Στρατό, οπότε τι δουλειά είχε από τον στρατώνα στο κέντρο της Αθήνας; Ο Τρικούπης ήταν πρακτικός πολιτικός καθώς με τον ν. 2609 του 1892 έδινε πλέον στους Αστυνομικούς Διευθυντές την εξουσία να χρησιμοποιούν ακόμα και στρατό για να περιπολούν. Επίσης ήρθε να προσθέσει και τον νόμο ΒΡΠΗ΄(1893) δημιουργώντας έτσι μια στρατιωτική αστυνομία. Οι σύχρονες δημοτικές αστυνομίες… δεν θα βοηθούσαν ιδιαίτερα.
Ο Τρικούπης διπλασίασε τον αριθμό των αστυνομικών, αύξησε τον μισθό τους και φρόντισε για την εκπαίδευση τους. Ο αδίστακτος Μπαϊρακτάρης χρησιμοποίησε στο έπακρον ότι του προσέφερε ο Τρικούπης για να κηρύξει τον σημαντικότερο πόλεμο στην καριέρα του: την διάλυση της μάστιγας της πόλης, των κουτσαβάκηδων. Από τα οθωνικά χρόνια, οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν κυρίως στη περιοχή του Ψυρή και λιάζονταν στα καφενεία της Πλάκας.
«Kαλά» παιδιά, ευθυτενείς δεν τους έλεγες, με υγιεινή παρόμοια με της γάτας, βγάζανε το ψωμάκι τους από νταβατζηλίκια και προστασία ενώ μερικοί πουλούσαν και εκδούλευση σε πολιτικάντηδες της εποχής. Αν λοξοκοιτούσες κανέναν από δαυτούς τραβούσε το στιλέτο που είχαν επιδέξια κρυμμένο κάτω από το πανωφόρι τους.
Το μεγάλο χάρισμα του Μπαϊρακτάρη ήταν ότι γνώριζε πώς να κάνει ψυχολογικό πόλεμο. Οργάνωσε εφόδους με χωροφύλακες, εύζωνες και στρατιώτες σε καφενεία, χαμαιτυπεία, ταβέρνες και όποια τρύπα έβρισκε κανείς λίγα κουτσαβάκια, τους μπαγλάρωνε και τους έσερνε στην πλατεία Κλαυθμόνος. Έβαζε έναν μπαρμπέρη να τους κόβει σύριζα την μουστάκα 3 στρεμμάτων που είχαν και τις λαδωμένες αφέλειες τους, «ευνουχίζοντας» έτσι την περηφάνια τους μπροστά σε εκατοντάδες περαστικούς Αθηναίους. Στο τέλος αφού τους πετσόκοβε τα ανάρριχτα σακάκια τους πήγαινε στις φυλακές. Ήταν ο προάγγελος του νόμου 4000 του Καραμανλή, μόνο στρεφόταν εναντίον εγκληματιών και όχι παιδιών.
Ο Μπαϊρακτάρης δεν φοβόταν κανέναν απολύτως, έγραφε στο βιβλίο του ο Τάσος Κοντογιαννίδης «Μπαϊρακτάρης – Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες». «Μια φορά, έγιναν κάτι επεισόδια στα Εξάρχεια και ο Μπαϊρακτάρης έστειλε τους άνδρες του και έπιασαν τρία ταραχοποιά στοιχεία και τους έκλεισε στο κρατητήριο. Την επομένη το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο κομματάρχης του Τρικούπη και με αυστηρό ύφος τού λέει: ‘Μέσα στο κρατητήριο έχεις τρία άτομα που είναι δικοί μου, είναι του κόμματος και πρέπει να τους αφήσεις ελεύθερους’. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό'», του είπε αποστομωτικά ο Μπαϊρακτάρης.
Οι ψευτόμαγκες ήταν από τα βασικότερα εγκληματικά στοιχεία της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα και οι τακτικές του Τρικούπη και του Μπαϊρακτάρη απέδωσαν γρήγορα αποτελέσματα μα πρέπει να θυμόμαστε ότι πολλοί δικάστηκαν ενώ κρατούνταν παράνομα από τις Αρχές (habeas corpus). Αν «λοξοδρομούνε» οι ιδανικότεροι άνθρωποι στις σωστές θέσεις τότε καταλαβαίνουμε γιατί σήμερα η διοίκηση/διακυβέρνηση βαδίζει πολύ πιο λοξά από τους κουτσαβάκηδες του 19ου αιώνα.
Και επειδή το ψάρι μυρίζει από το κεφάλι, η Ελλάδα εκείνη την περίοδο είχε την τύχη -σε κάποιους τομείς- να έχει πρωθυπουργό τον μουστάκια μεσολογγίτη Χαρίλαο Τρικούπη. Ο Χάρης, λοιπόν, έπαιζε στα χέρια τα νομικά, έχοντας ξεκοκαλίσει το ελληνικό και γαλλικό δίκαιο και μαθαίνοντας απ’ έξω τον Μοντεσκιέ, τον Σπένσερ και τον Δαρβίνο. Καλοί οι νόμοι αλλά για να εφαρμοστούν έπρεπε να βρεί έναν άνθρωπο της προκοπής και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καλύτερη ίσως επιλογή από τον αγριάνθρωπο σουλιώτη Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.
Ο Τρικούπης διπλασίασε τον αριθμό των αστυνομικών, αύξησε τον μισθό τους και φρόντισε για την εκπαίδευση τους. Ο αδίστακτος Μπαϊρακτάρης χρησιμοποίησε στο έπακρον ότι του προσέφερε ο Τρικούπης για να κηρύξει τον σημαντικότερο πόλεμο στην καριέρα του: την διάλυση της μάστιγας της πόλης, των κουτσαβάκηδων. Από τα οθωνικά χρόνια, οι κουτσαβάκηδες σύχναζαν κυρίως στη περιοχή του Ψυρή και λιάζονταν στα καφενεία της Πλάκας.
«Kαλά» παιδιά, ευθυτενείς δεν τους έλεγες, με υγιεινή παρόμοια με της γάτας, βγάζανε το ψωμάκι τους από νταβατζηλίκια και προστασία ενώ μερικοί πουλούσαν και εκδούλευση σε πολιτικάντηδες της εποχής. Αν λοξοκοιτούσες κανέναν από δαυτούς τραβούσε το στιλέτο που είχαν επιδέξια κρυμμένο κάτω από το πανωφόρι τους.
Το μεγάλο χάρισμα του Μπαϊρακτάρη ήταν ότι γνώριζε πώς να κάνει ψυχολογικό πόλεμο. Οργάνωσε εφόδους με χωροφύλακες, εύζωνες και στρατιώτες σε καφενεία, χαμαιτυπεία, ταβέρνες και όποια τρύπα έβρισκε κανείς λίγα κουτσαβάκια, τους μπαγλάρωνε και τους έσερνε στην πλατεία Κλαυθμόνος. Έβαζε έναν μπαρμπέρη να τους κόβει σύριζα την μουστάκα 3 στρεμμάτων που είχαν και τις λαδωμένες αφέλειες τους, «ευνουχίζοντας» έτσι την περηφάνια τους μπροστά σε εκατοντάδες περαστικούς Αθηναίους. Στο τέλος αφού τους πετσόκοβε τα ανάρριχτα σακάκια τους πήγαινε στις φυλακές. Ήταν ο προάγγελος του νόμου 4000 του Καραμανλή, μόνο στρεφόταν εναντίον εγκληματιών και όχι παιδιών.
Ο Μπαϊρακτάρης δεν φοβόταν κανέναν απολύτως, έγραφε στο βιβλίο του ο Τάσος Κοντογιαννίδης «Μπαϊρακτάρης – Πολιτικοί και κουτσαβάκηδες». «Μια φορά, έγιναν κάτι επεισόδια στα Εξάρχεια και ο Μπαϊρακτάρης έστειλε τους άνδρες του και έπιασαν τρία ταραχοποιά στοιχεία και τους έκλεισε στο κρατητήριο. Την επομένη το πρωί, πήγε στο γραφείο του ο κομματάρχης του Τρικούπη και με αυστηρό ύφος τού λέει: ‘Μέσα στο κρατητήριο έχεις τρία άτομα που είναι δικοί μου, είναι του κόμματος και πρέπει να τους αφήσεις ελεύθερους’. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό'», του είπε αποστομωτικά ο Μπαϊρακτάρης.
Οι ψευτόμαγκες ήταν από τα βασικότερα εγκληματικά στοιχεία της Αθήνας στα τέλη του 19ου αιώνα και οι τακτικές του Τρικούπη και του Μπαϊρακτάρη απέδωσαν γρήγορα αποτελέσματα μα πρέπει να θυμόμαστε ότι πολλοί δικάστηκαν ενώ κρατούνταν παράνομα από τις Αρχές (habeas corpus). Αν «λοξοδρομούνε» οι ιδανικότεροι άνθρωποι στις σωστές θέσεις τότε καταλαβαίνουμε γιατί σήμερα η διοίκηση/διακυβέρνηση βαδίζει πολύ πιο λοξά από τους κουτσαβάκηδες του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.