Κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιεύει τον αριθμό των γεννήσεων στη χώρα μας. Η υπηρεσία το πράττει αυτό από το μακρινό 1932 έω...
Κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιεύει τον αριθμό των γεννήσεων στη χώρα μας. Η υπηρεσία το πράττει αυτό από το μακρινό 1932 έως και σήμερα. Ποτέ σε αυτά τα 90 και πλέον χρόνια δεν είχε καταγραφεί τόσο απογοητευτική επίδοση όσο αυτή που αποτύπωσαν τα ληξιαρχεία το 2023.
Το έτος που μόλις πέρασε η χώρα μας είχε, δυστυχώς, τις λιγότερες γεννήσεις από την ημέρα που άρχισε να καταμετράται επισταμένως ο ελληνικός πληθυσμός. Κάτω από 72.500 άτομα (72.244 για την ακρίβεια) γεννήθηκαν στην πατρίδα μας πέρυσι κι απ’ ό,τι φαίνεται η αρνητική αυτή επίδοση δεν θα αργήσει να ξεπεραστεί από μια ακόμη χειρότερη. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης αρκεί να σκεφτούμε ότι το 2016 οι γεννήσεις ανήλθαν στις 92.898, το 2017 στις 88.553, το 2018 στις 86.440, το 2019 στις 83.756, το 2020 στις 84.764, το 2021 στις 85.346 και το 2022 στις 76.095.
Αύξηση του επιδόματος γέννησης με αναδρομική ισχύ
Έτος-σταθμός το 1996
Έτος-σταθμός, όμως, για την πορεία του δημογραφικού στη χώρα μας θεωρείται το 1996
Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως και πριν από λίγα χρόνια, οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τους θανάτους. Έτος-σταθμός, όμως, για την πορεία του δημογραφικού στη χώρα μας θεωρείται το 1996, καθώς εκείνη τη χρονιά φθάσαμε σε μια ανησυχητική ισορροπία, όπου οι γεννήσεις και οι θάνατοι ήταν 1 προς 1. Είδαν το φως του κόσμου για πρώτη φορά στη ζωή τους εκείνο το έτος 100.718 βρέφη και έφυγαν από τη ζωή 100.740 άτομα.
Από ‘κει και πέρα, είχαμε διάφορες αυξομειώσεις, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, που η χώρα μπήκε στα μνημόνια έως και σήμερα, οι θάνατοι ξεκάθαρα ξεπερνούν κατά πολύ τις γεννήσεις. Πλέον έχουμε φθάσει στο σημείο να υπάρχουν χρονιές που οι θάνατοι είναι 30.000, 40.000 ή 50.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου και αφορούσαν τη φυσική κίνηση του πληθυσμού για το 2022 (μέχρι τότε έχουμε τα πλήρως επεξεργασμένα στοιχεία) οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατά το 2022 ανήλθαν σε 76.095 (39.305 αγόρια και 36.790 κορίτσια), καταγράφοντας μείωση κατά 10,8% σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια). Να σημειωθεί ότι στις γεννήσεις δε συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες κατά το 2022 ανήλθαν σε 446, μειωμένες κατά 1,5% σε σχέση με το 2021, που ήταν 453.
Από την άλλη πλευρά, οι θάνατοι κατά το ίδιο έτος (2022) ανήλθαν σε 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση κατά 2,2% σε σχέση με το 2021, που ήταν 143.923 (73.420 άνδρες και 70.503 γυναίκες). Οι δε θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανήλθαν σε 239, μειώνοντας το δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 3,48 το 2021 σε 3,14 το 2022.
Από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έως και πριν από λίγα χρόνια, οι γεννήσεις ήταν περισσότερες από τους θανάτους. Έτος-σταθμός, όμως, για την πορεία του δημογραφικού στη χώρα μας θεωρείται το 1996, καθώς εκείνη τη χρονιά φθάσαμε σε μια ανησυχητική ισορροπία, όπου οι γεννήσεις και οι θάνατοι ήταν 1 προς 1. Είδαν το φως του κόσμου για πρώτη φορά στη ζωή τους εκείνο το έτος 100.718 βρέφη και έφυγαν από τη ζωή 100.740 άτομα.
Από ‘κει και πέρα, είχαμε διάφορες αυξομειώσεις, αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, που η χώρα μπήκε στα μνημόνια έως και σήμερα, οι θάνατοι ξεκάθαρα ξεπερνούν κατά πολύ τις γεννήσεις. Πλέον έχουμε φθάσει στο σημείο να υπάρχουν χρονιές που οι θάνατοι είναι 30.000, 40.000 ή 50.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Σε ανακοίνωση που εξέδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου και αφορούσαν τη φυσική κίνηση του πληθυσμού για το 2022 (μέχρι τότε έχουμε τα πλήρως επεξεργασμένα στοιχεία) οι γεννήσεις στην Ελλάδα κατά το 2022 ανήλθαν σε 76.095 (39.305 αγόρια και 36.790 κορίτσια), καταγράφοντας μείωση κατά 10,8% σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια). Να σημειωθεί ότι στις γεννήσεις δε συμπεριλαμβάνονται οι γεννήσεις νεκρών βρεφών, οι οποίες κατά το 2022 ανήλθαν σε 446, μειωμένες κατά 1,5% σε σχέση με το 2021, που ήταν 453.
Από την άλλη πλευρά, οι θάνατοι κατά το ίδιο έτος (2022) ανήλθαν σε 140.801 (70.802 άνδρες και 69.999 γυναίκες), καταγράφοντας μείωση κατά 2,2% σε σχέση με το 2021, που ήταν 143.923 (73.420 άνδρες και 70.503 γυναίκες). Οι δε θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανήλθαν σε 239, μειώνοντας το δείκτη βρεφικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών ηλικίας κάτω του έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων) από 3,48 το 2021 σε 3,14 το 2022.
«Χάνεται» κάθε χρόνο μια πόλη σαν τα Ιωάννινα
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, αρκεί να καταλάβουμε πως κάθε χρόνο «χάνεται» μια πόλη σαν τα Ιωάννινα
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι το 2022 είχαμε 64.706 περισσότερους θανάτους σε σχέση με τις γεννήσεις. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, αρκεί να αναλογιστούμε ότι τόσος περίπου είναι ο πληθυσμός μιας πόλης σαν τα Ιωάννινα, τη Χαλκίδα, τα Τρίκαλα, την Αλεξανδρούπολη, την Ξάνθη, τα Χανιά, την Καβάλα ή τις Σέρρες. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε αύξηση των γάμων, οι οποίοι το 2022 ανήλθαν σε 43.355 (21.381 θρησκευτικοί και 21.974 πολιτικοί).
Η αύξηση ήταν της τάξης του 6,4% σε σχέση με το 2021, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 40.759 (18.487 θρησκευτικοί και 22.272 πολιτικοί). Τα δε σύμφωνα συμβίωσης το 2022 ανήλθαν σε 13.157, παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021, που ήταν 11.550. Στα σύμφωνα συμβίωσης του έτους 2022 περιλαμβάνονται 394 σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ανδρών και 113 μεταξύ γυναικών. Την ίδια ώρα τα διαζύγια του 2022 ανήλθαν σε 14.477, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 4,0% σε σχέση με το 2021 (13.921 διαζύγια). Αναφορικά με τον τύπο διαζυγίου, οκτώ στα δέκα διαζύγια που εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία είναι συναινετικά. Κατά το 2022, εκδόθηκαν 11.638 συναινετικά (80,4%) και 1.906 κατ’ αντιδικία διαζύγια (13,2%), ενώ για 933 διαζύγια (6,4%) δεν δηλώθηκε ο τύπος διαζυγίου. Το 2022, οι περισσότερες αποφάσεις διαζυγίων αφορούν σε άτομα ηλικίας 40-44 ετών (άνδρες 17,8% και γυναίκες 20,0%) και ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 45-49 ετών (άνδρες 17,6% και γυναίκες 16,4%). Το 65,6% των διαζυγίων που εκδόθηκαν το 2022 αφορά σε γάμους που διήρκησαν 10 και πλέον έτη (9.500 διαζύγια).
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι το 2022 είχαμε 64.706 περισσότερους θανάτους σε σχέση με τις γεννήσεις. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος, αρκεί να αναλογιστούμε ότι τόσος περίπου είναι ο πληθυσμός μιας πόλης σαν τα Ιωάννινα, τη Χαλκίδα, τα Τρίκαλα, την Αλεξανδρούπολη, την Ξάνθη, τα Χανιά, την Καβάλα ή τις Σέρρες. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι παρατηρήθηκε αύξηση των γάμων, οι οποίοι το 2022 ανήλθαν σε 43.355 (21.381 θρησκευτικοί και 21.974 πολιτικοί).
Η αύξηση ήταν της τάξης του 6,4% σε σχέση με το 2021, κατά το οποίο είχαν πραγματοποιηθεί 40.759 (18.487 θρησκευτικοί και 22.272 πολιτικοί). Τα δε σύμφωνα συμβίωσης το 2022 ανήλθαν σε 13.157, παρουσιάζοντας αύξηση 13,9% σε σύγκριση με το 2021, που ήταν 11.550. Στα σύμφωνα συμβίωσης του έτους 2022 περιλαμβάνονται 394 σύμφωνα συμβίωσης μεταξύ ανδρών και 113 μεταξύ γυναικών. Την ίδια ώρα τα διαζύγια του 2022 ανήλθαν σε 14.477, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 4,0% σε σχέση με το 2021 (13.921 διαζύγια). Αναφορικά με τον τύπο διαζυγίου, οκτώ στα δέκα διαζύγια που εκδόθηκαν την τελευταία πενταετία είναι συναινετικά. Κατά το 2022, εκδόθηκαν 11.638 συναινετικά (80,4%) και 1.906 κατ’ αντιδικία διαζύγια (13,2%), ενώ για 933 διαζύγια (6,4%) δεν δηλώθηκε ο τύπος διαζυγίου. Το 2022, οι περισσότερες αποφάσεις διαζυγίων αφορούν σε άτομα ηλικίας 40-44 ετών (άνδρες 17,8% και γυναίκες 20,0%) και ακολουθούν τα άτομα ηλικίας 45-49 ετών (άνδρες 17,6% και γυναίκες 16,4%). Το 65,6% των διαζυγίων που εκδόθηκαν το 2022 αφορά σε γάμους που διήρκησαν 10 και πλέον έτη (9.500 διαζύγια).
«Βόμβα» στα θεμέλια του ασφαλιστικού
Το δημογραφικό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «βόμβα» στα θεμέλια του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, δεδομένου ότι όλο και μικρότερος πληθυσμός εργαζομένων καλείται να καλύψει τις συνταξιοδοτικές ανάγκες όλο και μεγαλύτερου αριθμού συνταξιούχων.
Βάσει στοιχείων έκθεσης του ΟΟΣΑ, το 1990 αντιστοιχούσαν 23 συνταξιούχοι σε 100 εργαζόμενους και το 2020 αντιστοιχούσαν 38 συνταξιούχοι σε 100 εργαζόμενους. Με βάσει τις εκτιμήσεις που έχουμε, το 2050 θα αντιστοιχούν 75 συνταξιούχοι σε κάθε 100 εργαζομένους. Βάσει του ανταποδοτικού συστήματος που ισχύει στη χώρα μας, οι εισφορές των νυν εργαζομένων τροφοδοτούν τις συντάξεις των νυν συνταξιούχων. Βάσει των προβλέψεων του ΟΟΣΑ, για να παραμείνει βιώσιμο το ασφαλιστικό, θα πρέπει η Ελλάδα να προχωρήσει σε περαιτέρω αύξηση των ορίων για τη συνταξιοδότηση, κατά 1,5 χρόνο το 2035 και κατά… 2,8 χρόνια το 2050.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.