Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοκπέκ Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της το...
Έντονα σκωπτικό, με σατιρική διάθεση και θεατρικά στοιχεία, το αποκριάτικο έθιμο του «Μπέη» ή «Κιοκπέκ Μπέη», με ρίζες στα χρόνια της τουρκοκρατίας, διασώζεται μέχρι σήμερα σε αρκετά χωριά του βόρειου Έβρου, αναβιώνοντας μνήμες οικογενειακές και ιστορικές, μνήμες που αποτελούν ακόμη έναν συνδετικό κρίκο του παρελθόντος με το παρόν των Θρακών.
Το απόγευμα, ο θίασος, αλλά και όλοι οι κάτοικοι του χωριού, συγκεντρώνονται στην πλατεία, όπου υπό τους ήχους της γκάιντας, του ζουρνά και του νταουλιού, γίνεται αναπαράσταση του οργώματος και της σποράς, με τον Μπέη να πετά στον αέρα σπόρους σιταριού, καλαμποκιού, βαμβακιού κ.ά. και δύο από τα μέλη του θιάσου, συχνά οι Αράπηδες, να παίρνουν τη θέση των βοδιών στο ζυγό του ξύλινου άροτρου. Το έθιμο ολοκληρώνεται με την πάλη ανάμεσα σε δύο εκ των μελών του θιάσου, όπως τον Αράπη με τον Κατή, μία πάλη που αναπαριστά την αντίσταση στον κατακτητή και με χορό όλων των παριστάμενων, άφθονο φαγητό και κρασί και κυρίως διάθεση που αρμόζει σ’ ένα αποκριάτικο γλέντι.
Το έθιμο κατέχει εξέχουσα θέση στο Τριώδιο και γεννήθηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, με βασικό στοιχείο τη σάτιρα του κατακτητή και με σημαντικά δείγματα αντίστασης. Μέχρι το 1940 πραγματοποιούνταν χωρίς προσθήκες, κυρίως στα χωριά που βρίσκονται στις όχθες του Ερυθροποτάμου και του Άρδα. Από το 1940 έως και το 1951 ατονεί και σε ορισμένα χωριά εξαφανίζεται για να επανέλθει μετά το 1975 με προσθήκες καινούριων στοιχείων.
Ο «Μπέης», ή «Κιοπέκ Μπέης», ή « Καλόγερος», ή «Χούχουτος» ή «Βασιλιάς», το ίδιο δρώμενο με επιμέρους διαφορές ως προς την ονομασία, τις αμφιέσεις και τους ρόλους του θιάσου, πιθανόν κληροδοτήθηκε, όπως και τόσα άλλα έθιμα, στους Θρακιώτες από τους προγόνους τους ως παρακαταθήκη της δυναμικής της κοινωνικής συνοχής, όπως αυτή αναδείχθηκε στις δύσκολες περιόδους της ιστορικής τους διαδρομής ή απλά ως μία ευκαιρία γλεντιού και διασκέδασης στην περίοδο των Αποκριών, όπου τα «πρέπει» καταστρατηγούνται για λίγο και πριν από την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, της νηστείας και της εβδομάδας των Παθών του Χριστού.
Η Τζαμάλα είναι το Γιαννιώτικο αποκριάτικο έθιμο, που κρατά από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ξεκινά το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής με το άναμμα μεγάλης φωτιάς σε κάθε γειτονιά των Ιωαννίνων και συνεχίζεται γύρω από τις φλόγες μέχρι το πρωί της Καθαράς Δευτέρας, με χορούς, τραγούδια, άφθονα κεράσματα και ζεστή φασολάδα.
Το έθιμο της Τζαμάλας έρχεται από τα βάθη των αιώνων και σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση στηρίζεται στην αρχέγονη πίστη της δύναμης που έχει η φωτιά να «ξορκίζει» το κακό. Πρόκειται για μια ιεροτελεστία εξαγνισμού, η οποία ανάλογα με τις καταστάσεις της κάθε εποχής, αποκτά και συμβολισμό. Έως το 1913, οπότε απελευθερώθηκαν από το Τουρκικό ζυγό τα Ιωάννινα, η φωτιά που σιγόκαιγε στις γειτονιές εξέφραζε την επιθυμία των σκλαβωμένων για λευτεριά. Μάλιστα, για την τέλεση του εθίμου, έπρεπε να δοθεί ειδική άδεια από την Τουρκική διοίκηση της πόλης.
Η λέξη «τζαμάλα» παραμένει ανερμήνευτη. Άλλοι τη θέλουν αρβανίτικη και άλλοι τουρκική.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.