Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ ο αμερικανικός στρατός επιδίωξε με την Ενεργητική Άμυνα να αντιμετωπίσει τη σοβιετική υπεροπλία στην κεντρική...
Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ ο αμερικανικός στρατός επιδίωξε με την Ενεργητική Άμυνα να αντιμετωπίσει τη σοβιετική υπεροπλία στην κεντρική Ευρώπη.
Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: μας ενδιαφέρει το αμερικανικό στρατιωτικό δόγμα; Η απάντηση είναι ναι, μας ενδιαφέρει γιατί με μια καθυστέρηση λίγων ή πολλών ετών το ακολουθούμε περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα και γιατί οι κανονισμοί που χρησιμοποιούμε για την εκπαίδευση μας είναι κατά βάση αντίγραφα των δικών τους κανονισμών.
Ο αμερικανικός στρατός μετά το Βιετνάμ
Μετά την ήττα στο Βιετνάμ ο αμερικανικός στρατός βρέθηκε σε ιδιαίτερα χαμηλό σημείο σε ότι αφορούσε την πειθαρχία, το ηθικό, την εκπαίδευση, την αποδοχή από την κοινωνία αλλά και τα μέσα του. Από την άλλη πλευρά στο κύριο μέτωπο της αντιπαράθεσης με τους Σοβιετικούς, στην κεντρική Ευρώπη, οι Αμερικανοί διαπίστωσαν ότι τη δεκαετία που οι ίδιοι είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους στον αγώνα στη ζούγκλα ο Κόκκινος Στρατός είχε κάνει πολύ σημαντικά βήματα σε ότι αφορούσε στον μηχανοκίνητο πόλεμο τόσο οργανωτικά όσο και από πλευράς τεχνολογίας.
Το σοβιετικό δόγμα έδινε προεξάρχουσα σημασία στον αγώνα συνδυασμένων όπλων και χαρακτηρίζονταν από τρία στοιχεία:Μαζικά πυρά πυροβολικού για να κατακλύσουν τον αντίπαλο.
Ακολουθούσες δυνάμεις για να διατηρηθεί η ορμή της επίθεσης.
Βαθιές εισχωρήσεις ώστε να μεταφερθεί γρήγορα η μάχη στα μετόπισθεν του αντιπάλου.
Τη δεκαετία του ΄70 ο αμερικανικός στρατός ξεκίνησε μία ευρύτατη προσπάθεια αναδιοργάνωσης η οποία περιλάμβανε την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας και τη μετατροπή του σε επαγγελματικό στρατό, την αλλαγή στην εκπαίδευση και την εισαγωγή νέων οπλικών συστημάτων. Αποφασίστηκε ότι όλα αυτά θα συντονίζονταν πάνω στο νέο δόγμα που θα παρήγαγε μία νέα διοίκηση που είχε δημιουργηθεί γι΄ αυτόν τον σκοπό, η Διοίκηση Δόγματος & Εκπαίδευσης (Training & Doctrine Command – TRADOC).
Τον Ιούλιο του 1973 ο Στρατηγός William E. DePuy (Γουίλιαμ Ντιπιού) ανέλαβε πρώτος διοικητής της νέας αυτής διοίκησης και επεδίωξε με ζήλο να προικοδοτήσει τον αμερικανικό στρατό με το δόγμα και την εκπαίδευση εκείνη που θα ήταν κατάλληλη για τον αγώνα εναντίον του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην κεντρική Ευρώπη.
Τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς έλαβε χώρα ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ τον οποίο ο Ντιπιού μελέτησε επισταμένα. Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή εξέπληξε τον Ντιπιού και τους Αμερικανούς σε ότι αφορούσε:Τον μεγάλο αριθμό των απωλειών, ιδίως σε άρματα μάχης, των δύο αντιπάλων.
Το γεγονός ότι σε σύντομο χρόνο σε μία μάχη μπορούσαν να χαθούν πολλά άρματα.
Από τη μελέτη διαπιστώθηκε ότι:Τα πυροβόλα των αρμάτων μπορούσαν να έχουν υψηλό βαθμό ευστοχίας σε μεγάλες αποστάσεις, πολύ υψηλότερο σε σχέση με ότι συνέβαινε στον Β΄ Π.Π.
Τα αντιαρματικά κατευθυνόμενα βλήματα μπορούσαν να εξολοθρεύσουν τα άρματα όταν αυτά ενεργούσαν μόνα τους
Οι Ρώσοι είχαν κάνει πολύ σοβαρή πρόοδο στην ποιότητα του υλικού τους.
Ο Στρατηγός Ντιπιού (1919-1992).
Ο Ντιπιού περιέγραψε τις συνθήκες που επικρατούσαν, τότε, στο πεδίο της μάχης ως «νέα φονικότητα» εννοώντας ότι οποιοδήποτε τμήμα κινούνταν στο πεδίο της μάχης είχε πλέον πολύ περισσότερες πιθανότητες να χτυπηθεί και από μεγαλύτερη απόσταση απ΄ ότι παλιότερα.
Αυτά σε ότι αφορούσε στην κατάσταση στο πεδίο της μάχης. Σε ότι αφορούσε τη στρατηγική κατάσταση ο Ντιπιού θεωρούσε ότι μια συμβατική σύγκρουση στην κεντρική Ευρώπη θα ήταν σύντομη γιατί ή θα οδηγούνταν σε πολιτική λύση ή θα κλιμακώνονταν σε πυρηνικό πόλεμο.
Υποθέτοντας ότι οι Σοβιετικοί θα ήταν αυτοί που θα είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα επιτίθονταν ο Ντιπιού θεωρούσε σημαντικό για τον αμερικανικό στρατό, που θα μειονεκτούσε αριθμητικά, να κερδίσει την πρώτη μάχη, δηλαδή να αποκρούσει την αρχική κρούση των Σοβιετικών. Αυτό κατά τη γνώμη του θα έδινε διέξοδο προς μία πολιτική διευθέτηση ή θα οδηγούσε τον αντίπαλο στο τρομακτικό δίλλημα να επιλέξει τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Αυτοί ήταν, σε συντομία, οι τακτικοί και οι στρατηγικοί προβληματισμοί που διαμόρφωσαν τις απόψεις του Ντιπιού.
Ο Ντιπιού περιέγραψε τις συνθήκες που επικρατούσαν, τότε, στο πεδίο της μάχης ως «νέα φονικότητα» εννοώντας ότι οποιοδήποτε τμήμα κινούνταν στο πεδίο της μάχης είχε πλέον πολύ περισσότερες πιθανότητες να χτυπηθεί και από μεγαλύτερη απόσταση απ΄ ότι παλιότερα.
Αυτά σε ότι αφορούσε στην κατάσταση στο πεδίο της μάχης. Σε ότι αφορούσε τη στρατηγική κατάσταση ο Ντιπιού θεωρούσε ότι μια συμβατική σύγκρουση στην κεντρική Ευρώπη θα ήταν σύντομη γιατί ή θα οδηγούνταν σε πολιτική λύση ή θα κλιμακώνονταν σε πυρηνικό πόλεμο.
Υποθέτοντας ότι οι Σοβιετικοί θα ήταν αυτοί που θα είχαν την πρωτοβουλία των κινήσεων και θα επιτίθονταν ο Ντιπιού θεωρούσε σημαντικό για τον αμερικανικό στρατό, που θα μειονεκτούσε αριθμητικά, να κερδίσει την πρώτη μάχη, δηλαδή να αποκρούσει την αρχική κρούση των Σοβιετικών. Αυτό κατά τη γνώμη του θα έδινε διέξοδο προς μία πολιτική διευθέτηση ή θα οδηγούσε τον αντίπαλο στο τρομακτικό δίλλημα να επιλέξει τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Αυτοί ήταν, σε συντομία, οι τακτικοί και οι στρατηγικοί προβληματισμοί που διαμόρφωσαν τις απόψεις του Ντιπιού.
Το 1976, ο Ντιπιού εξέδωσε το νέο βασικό έγγραφο του αμερικανικού στρατού για το δόγμα με τη μορφή του κανονισμού FM 100-5 «Operations». Το νέο δόγμα θα γίνονταν γνωστό ως «Ενεργητική Άμυνα» (Active Defense) και ήταν προσανατολισμένο στην απόκρουση μίας σοβιετικής εισβολής στην κεντρική Ευρώπη. Στον κανονισμό περιγράφονταν η πρόκληση που αντιμετώπιζε ο αμερικανικός στρατός ως εξής:
«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε ή που ο αμερικανικός στρατός θα εμπλακεί ξανά στη μάχη όμως πρέπει να υποθέσουμε ότι ο εχθρός που θα αντιμετωπίσουμε θα κατέχει όπλα που θα είναι τόσο αποτελεσματικά όσο τα δικά μας. Και πρέπει να υπολογίσουμε ότι θα τα έχει σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτά που θα μπορέσουμε εμείς να παρατάξουμε στο πεδίο της μάχης… Επειδή η φονικότητα των σύγχρονων όπλων συνεχίζει να αυξάνεται μπορούμε να περιμένουμε να συμβούν πολύ υψηλές απώλειες σε σύντομες χρονικές περιόδους. Ολόκληρες δυνάμεις θα μπορούσαν να καταστραφούν γρήγορα εάν εμπλέκονταν με τον λάθος τρόπο.
»Γι΄ αυτό η πρώτη μάχη του επόμενου πολέμου θα μπορούσε να είναι και η τελευταία… Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να βρεθούν σε ένα σύντομο και έντονο πόλεμο – το αποτέλεσμα του οποίου μπορεί να καθορισθεί από τα αποτελέσματα της αρχικής μάχης. Μια τέτοια κατάσταση δεν θα είχε προηγούμενο: Είμαστε ένας στρατός ιστορικά απροετοίμαστος για την πρώτη μάχη. Είμαστε συνηθισμένοι να νικούμε μέσα από τον όγκο του υλικού και του προσωπικού που μπορούμε να αναπτύξουμε μετά την έναρξη των εχθροπραξιών. Σήμερα ο αμερικανικός στρατός πρέπει να προετοιμαστεί για να κερδίσει την πρώτη μάχη του επόμενου πολέμου». (FM 100-5/1976, σ. 1-1)
Στην Ενεργητική Άμυνα οι μονάδες ελιγμού αναπτύσσονταν στην αμυντική τοποθεσία σε προωθημένες, αλληλοϋποστηριζόμενες, θέσεις.
Μπροστά από την αμυντική τοποθεσία θα ενεργούσε η δύναμη καλύψεως η οποία θα επεδίωκε να επιβραδύνει τον αντίπαλο σε μία ζώνη βάθους 15-20 χλμ., να του προκαλέσει απώλειες σε αναλογία περίπου 5:1, να τον αναγκάσει να αναπτυχθεί πρόωρα και να αποκαλύψει την κύρια του προσπάθεια (ΚΠ).
Αφού η εχθρική ΚΠ είχε διαγνωσθεί αναμένονταν ότι οι μέραρχοι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν 6 – 8 μονάδες ελιγμού στο 1/5 του μετώπου τους για να αντιμετωπίσουν μία σοβιετική δύναμη διασπάσεως των 20 – 25 μονάδων ελιγμού. Αυτό με τη σειρά του οδηγούσε στο ότι μονάδες που δεν βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τον αντίπαλο θα μετακινούνταν παράλληλα ως προς το μέτωπο για να φέρουν τα όπλα τους σε τέτοια θέση ώστε να εμπλέξουν τον εχθρό. Η άμυνα ήταν «ενεργητική» με την έννοια ότι χρησιμοποιούσε την κίνηση για να συγκεντρώσει δυνάμεις στον κατάλληλο τόπο και χρόνο.
Στην Ενεργητική Άμυνα δεν υπήρχαν εφεδρείες γιατί ο Ντιπιού υπολόγιζε όλες τις μονάδες που δεν ήταν εμπεπλεγμένες ως εφεδρείες και θεωρούσε αδικαιολόγητη απώλεια να υπάρχουν μονάδες που δεν θα εμπλέκονταν από την αρχή στη μάχη.
Σε ότι αφορά την κατοχή του εδάφους ο Ντιπιού πίστευε ότι η Ενεργητική Άμυνα δεν έπρεπε να είναι άκαμπτη αλλά θα μπορούσε να παραχωρηθεί έδαφος μέσα στο πλαίσιο μιας προσχεδιασμένης, τακτικής, σύμπτυξης. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να επιτραπεί μία εχθρική εισχώρηση η οποία θα διέκοπτε τη συνέχεια της φίλιας διάταξης.
Επίλογος
Η Ενεργητική Άμυνα παρέμεινε το επίσημο δόγμα του αμερικανικού στρατού για μόλις έξι χρόνια. Το 1982 αντικαταστάθηκε από την Αερο-Χερσαία Μάχη, η οποία θα αποτελέσει βασικό αντικείμενο της ενασχόλησης μας σε επόμενες αναρτήσεις.
Ο αμερικανικός κανονισμός του 1976 μεταφράστηκε από τον Ελληνικό Στρατό και κυκλοφόρησε το 1978 με τον τίτλο «Μνημόνιο Επιχειρήσεων». Μου είναι άγνωστο αν το δόγμα του Ντιπιού άσκησε οποιαδήποτε επίδραση στην ελληνική στρατιωτική σκέψη. Σήμερα υπάρχει σε ισχύ στον στρατό μας η φράση «ενεργή άμυνα» η οποία περιγράφεται στο ΕΕ 100-1/2008 σ. 201 και αφορά σε μέθοδο διεξαγωγής της άμυνας. Για το πια μπορεί να είναι η σχέση της «ενεργητικής άμυνας» με την «ενεργή άμυνα» θα αναφερθούμε στο μέλλον.
Βιβλιογραφία
Brownlee, Romie L. και William J. Mullen III. (1988). Changing an Army: An Oral History of General William E. DePuy, USA Retired. Washington, DC: Office of the Chief of Military History, U.S. Army.
Γκαρτζονίκας, Παναγιώτης. (1998). Η Εξέλιξη του «Αμερικανικού Στρατιωτικού Δόγματος». Στρατιωτική Επιθεώρηση. Ιουλ. – Αυγ. ΄98. σσ. 33-62.
Herbert, Paul H. (1988). Deciding What Has to Be Done: General William E. DePuy and the 1976 Edition of FM 100-5, Operations. Leavenworth Paper no. 16. Fort Leavenworth, KS: Combat Studies Institute, U.S. Army Command and General Staff College.
Swain, Richard M. (1994). Selected Papers of General William E. DePuy. Fort Leavenworth, KS: Combat Studies Institute, U.S. Army Command and General Staff College.
U. S. Army. FM 100-5. Operations. Washington, DC: 1976.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.